Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας (1992 εξ.) Αναστάσιος είναι Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1992 εξ.), Επίτιμο Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (2006 εξ.), Επίτιμος Πρόεδρος της Παγκοσμίου Διασκέψεως των Θρησκειών για την Ειρήνη (2006 εξ.), Επίτιμος Συγκλητικός της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών (Honorary Senator of the European Academy of Sciences and Arts), Σάλτσμπουργκ, Αυστρία (2019 εξ.). Διετέλεσε επίσης Πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (2006-2013). Έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ θεολογίας, φιλολογίας ή φιλοσοφίας σε πολλά πανεπιστημιακά ιδρύματα, σχολές και τμήματα σε διάφορες χώρες (Ελλάδα, Η.Π.Α., Ρουμανία, Κύπρος, Γεωργία, Αλβανία, Ιταλία). Γεννήθηκε στον Πειραιά στις 4 Νοεμβρίου 1929. Αριστούχος πτυχιούχος και διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές θρησκειολογίας, εθνολογίας, ιεραποστολικής, αφρικανολογίας, στα Πανεπιστήμια Αμβούργου και Μαρβούργου Γερμανίας (1965-1969), ως υπότροφος του γερμανικού ιδρύματος Alexander von Humboldt. Χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος (7.8.1960), Πρεσβύτερος με το οφίκιο του Αρχιμανδρίτου (24.5.1964), Τιτουλάριος Επίσκοπος Ανδρούσης (19.11.1972), για την οργανική θέση του Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Από τη θέση του Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας, ιδιαίτερα ανέπτυξε τον τομέα εξωτερικής ιεραποστολής με τη συνεχή συμπαράσταση στα ιεραποστολικά κλιμάκια Κορέας, Ινδίας, Αφρικής, και με την οργάνωση της Εβδομάδας Εξωτερικής Ιεραποστολής. Στη δεκαετία 1981-1991, ως Τοποτηρητής της Ι. Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως – Ανατολικής Αφρικής (Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία), ανέπτυξε σημαντικό ιεραποστολικό και κοινωνικό έργο. Αναγνωρίσθηκε «Μέγας Ευεργέτης» του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας (2009). Το εκκλησιαστικό έργο του Αναστασίου κορυφώνεται στην αποστολή που του εμπιστεύθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την εκ των ερειπίων αναστήλωση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, την οποία, μέσα σε τεράστιες δυσκολίες, κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει. Παράλληλα με την ανασύσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανέπτυξε πρωτοποριακά προγράμματα στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας, της κοινωνικής πρόνοιας, της αγροτικής ανάπτυξης, του πολιτισμού και της οικολογίας. Μεταξύ των πλείστων όσων διακρίσων έχει λάβει, έχει τιμηθεί με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας (1997), τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ελλάδος (2001), τον Μεγαλόσταυρο του Αποστόλου Μάρκου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής (2009), το παράσημο «Γεωργίου Καστριώτη – Σκεντέρμπεη» της Δημοκρατίας της Αλβανίας (2010), το βραβείο Athenagoras Human Rights Award 2001 (Νέα Υόρκη), το γερμανικό βραβείο «Klaus Hemmerle» της κινήσεως Fokolare για τη συμβολή στην προσέγγιση και ειρηνική συνύπαρξη λαών και πολιτισμών (2020). Έχει συγγράψει και εκδώσει 24 βιβλία και πλέον των 200 μελετών και άρθρων θεολογικού ή θρησκειολογικού περιεχομένου. Βιβλία και διάφορα κείμενά του έχουν μεταφρασθεί σε 17 γλώσσες. Κατά τη μακρόχρονη ορθόδοξη μαρτυρία του συνδύασε θεολογική γνώση και θρησκειολογική έρευνα με ιεραποστολική και ποιμαντική διακονία, με κοινωνική ευαισθησία και προσφορά. Η συμβολή του στην επιστήμη, τη σύγχρονη χριστιανική μαρτυρία, τη διαχριστιανική προσέγγιση, τον διαθρησκειακό διάλογο και την ειρηνική συνύπαρξη λαών και θρησκειών έχει διεθνώς αναγνωριστεί.