Εισαγωγή: π. Σπυρίδων Βασιλάκος
Επίμετρο: Θανάσης Παπαθανασίου
Μετάφραση: Θάνος Κιοσόγλου
ISBN: 978-618-5197-32-2
Σχήμα: 14Χ21
Σελ. :224
Βάρος : 175
«Παραξενεύει, ίσως, ο τίτλος της σειράς ομιλιών που σκοπεύω να δώσω.Πρόθεσή μου είναι να αντιδιαστείλω αυτό που ο C.S. Lewis ονομάζει “Churchianity”, δηλαδή “της Εκκλησίας”, προς την αληθινή διάσταση της χριστιανικής μας ταυτότητας και να δείξω πόσο πολύ το πρώτο στοιχείο κυριαρχεί μέσα μας και γύρω μας, καθώς και πόσο ατελείς είμαστε ως χριστιανοί. Το θεωρώ, πράγματι, πολύ σημαντικό καθήκον μου. Χρόνια τώρα στοχάζομαι πάνω στη διαφορά αυτών των δύο, όχι θεωρητικά αλλά ερευνώντας τη δική μου ζωή, εξωτερική και εσωτερική».
(Απόσπασμα από το βιβλίο)
Η Εκκλησία, όπως σημειώνει ο π. Αντώνιος, δεν είναι κρυψώνα που κρύβεσαι δραπετεύοντας από τη ζωή. Είναι το εφαλτήριο για να βγεις στον κόσμο. Δεν κυνηγάς σε αυτήν τον Θεό, για να τρυπώσεις κάτω από το ιμάτιο της παντοδυναμίας Του και να εισπράξεις την υψηλή προστασία Του. Δεν είναι κάλυψη η Εκκλησία, αποκάλυψη είναι. Δεν είναι τόπος λησμονιάς των προβλημάτων αλλά μνήμης του Θεού. Είναι το σπίτι του ανεπιθύμητου, του κυνηγημένου, του χλευασμένου Χριστού, που διώκεται και απορρίπτεται απ’ όλους και αναπαύεται και κατοικεί εκεί που είναι δύο ή τρεις μαζεμένοι στο δικό Του όνομα. Σε αυτό το σπίτι μπορούμε να αγγίξουμε την αγάπη Του ή να μας αγκαλιάσει η παρουσία Του, όπως αγκάλιασε τον σαραντάρη, στρατευμένο άθεο του βιβλίου...
(Από την Εισαγωγή του π. Σπυρίδωνος Βασιλάκου)
Στο νέο αυτό βιβλίο ο Αντώνιος Bloom, μητροπολίτης του Σουρόζ, με λόγο κρυστάλλινο παραδέχεται ότι το εκκλησιαστικό γεγονός σαπίζει, αν οι χριστιανοί δεν εξέρχονται από την ασφάλειά τους κι αν δεν εισέρχονται στον κόσμο σαν πρόβατα εν μέσω λύκων με μόνη απαντοχή τους τον Κύριό τους – όχι για να τους προστατέψει από τον θάνατο, αλλά για να τους ικανώσει να πεθάνουν τον χαριτωμένο θάνατο χάριν άλλου!
Μέσα από τα λόγια του κατανοούμε τη δύναμη που γιγαντώνεται ως αδυναμία, ως εκούσια παραίτηση από τη δύναμη.
Από το επίμετρο του Θανάση Παπαθανασίου
ΜΑΡΙΟΣ Π. ΜΠΕΓΖΟΣ
Προκοσμήτορας Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Η ΟΡΘΟΔΟΞΊΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ «ΟΡΘΟΔΟΞΙΣΜΟ»
Εισήγηση στην βιβλιοπαρουσίαση του Αντονυ Μπλουμ,
«Του Χριστού ή του κόσμου; Είναι η Εκκλησία μια ακόμη θρησκεία;…», Εκδόσεις Πορφύρα, Αθήνα 2018, στην Αθήνα, 1η Ιουνίου 2018
Χριστιανισμός είναι, η κοινότητα όλων όσων πιστεύουν ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος (Ματθ. 16, 16). Για πρώτη φορά στην Αντιόχεια επονομάσθηκαν «χριστιανοί» (Πράξ. 11, 26) οι πιστοί στον Ιησού Χριστό. Αργότερα πολιτογραφήθηκε η προσωνυμία «χριστιανισμός» ως συλλογική ονομασία της κοινότητας των πιστών του Χρίστου. Προσφυέστερος είναι ο όρος «εκκλησία» που συναντάται περίπου 80 φορές στην Καινή Διαθήκη και δηλώνει την σύναξη των πιστών σε ορισμένο τόπο για την τέλεση της θείας ευχαριστίας.
Ο χριστιανισμός είναι εκκλησία. Πρόκειται για τη συσσωμάτωση των πιστών με τον Ιησού Χριστό που λαμβάνει χώρα στην τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας, το οποίο ονομάζεται «θεία κοινωνία» προς δήλωση του θεμελιώδους χαρακτήρα της, που είναι η επικοινωνία θείου και ανθρωπίνου μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας των χριστιανών μεταξύ τους.
Ο χριστιανισμός δεν είναι ατομικός, αλλά κοινωνικός,τόσο σε οριζόντια διάσταση (άνθρωπος-συνάνθρωπος) όσο και σε κατακόρυφη διάσταση (θεός-άνθρωπος) με τη διαμεσολάβηση του Θεανθρώπου Χριστού.
1.Το πρώτιστο χαρακτηριστικό γνώρισμα του χριστιανισμού που συρράπτεται αμεσότατα με το όνομα και το γεγονός Χριστός είναι το θεανθρώπινο ή θεανδρικό στοιχείο, όπως επίσης συνηθίζεται να λέγεται αλλιώς. Ο χριστιανισμός είναι «θεανθρωπισμός». Πρόκειται για την πίστη και τη βίωση του Χριστού που είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός του Πατρός, ο Λόγος του Θεού, ο Θεάνθρωπος, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Η θρησκειολογική ιδιαιτερότητα του χριστιανισμού εντοπίζεται στη θεανθρωπινότητά του που υπερβαίνει τόσο τον θεϊσμό, ο οποίος χαρακτηρίζει κάθε θρησκεία, όσο και τον ανθρωπισμό, που διακρίνει κάθε μορφή εκκοσμίκευσης. Με αυτήν την έννοια προβάλλεται ο θεολογικός ισχυρισμός ότι ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία, αλλά είναι εκκλησία που έχει επιπλέον και θρησκευτικά ιδιώματα, χωρίς όμως ποτέ να ταυτίζεται με τη θρησκεία.
Η επικέντρωση του χριστιανισμού στον Χριστό και στην θεανθρωπινότητά Του αναδεικνύει τον χριστοκεντρισμό ως την κατ’ εξοχήν οροθετική γραμμή μεταξύ εκκλησίας και θρησκείας σε ρητή διάκριση προς τον θεοκεντρισμό κάθε θρησκευτικότητας και προς τον ανθρωποκεντρισμό κάθε κοσμικότητας.
Άλλωστε ποτέ μέσα στην ιστορία και σε καμιά θρησκευτική παράδοση δεν προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι υπάρχει Θεάνθρωπος, δηλαδή τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος συνάμα. Ο Μωάμεθ υπήρξε προφήτης, ο Βούδας φωτισμένος άνθρωπος, ο Αβραάμ πατριάρχης, ημιθέους έχουμε στην αρχαιοελληνική θρησκευτικότητα, θεότητες επίσης, αλλά ποτέ καμιά θεανθρώπινη ύπαρξη.
Η τριαδικότητα του Θεού συναντάται αποκλειστικά στον χριστιανισμό, ο οποίος καινοτομεί θρησκειολογικά με τον τριαδολογικό μονοθεϊσμό, σε ρητή διαστολή προς τον «μοναδολογικό» μονοθεϊσμό του ιουδαϊσμού και του μουσουλμανισμού. Η τριαδικότητα των προσώπων προβάλλεται έναντι της μοναδικότητας της θείας ουσίας. Έτσι στον χριστιανισμό η ετερότητα, η ιδιαιτερότητα και η προσωπικότητα θεμελιώνουν την ενότητα της θεότητας αντί για την μονολιθική ταυτότητα μιας αδιαφοροποίητης θείας ουσίας.
Οι τρεις μονοθεϊσμοί (ιουδαϊσμός, χριστιανισμός, μουσουλμανισμός) έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα την εσχατολογία, αλλά η διαφοροποίησή τους έγκειται ακριβώς στον τρόπο με τον οποίο κατανοούν αυτό το θεμελιακό γεγονός.
Μόνο ο χριστιανισμός θεωρεί ως Μεσσία τον Θεάνθρωπο Χριστό, ως τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, και όχι κάποιον άνθρωπο, υπεράνθρωπο (π.χ. προφήτη) ή έστω ημίθεο. Επιπλέον ο χριστιανισμός πρεσβεύει τις δύο Παρουσίες του Μεσσία, την Πρώτη Παρουσία με την Ενσάρκωση και την Ανάσταση στο παρελθόν και την Δευτέρα Παρουσία με την Κρίση της ανθρωπότητας και τη Βασιλεία του Θεού στο μέλλον, σε αντίθεση με τους δύο άλλους μονοθεϊσμούς που δέχονται μια μόνο Παρουσία του Μεσσία στο μέλλον, στα έσχατα της ιστορίας.
Με την εσχατολογία ο χριστιανισμός (όπως και οι υπόλοιποι μονοθεϊσμοί άλλωστε) διαφοροποιείται θρησκειολογικά από κάθε πολυθεϊσμό που πρεσβεύει την φυσιοκρατία, δηλαδή την προτεραιότητα της φύσης έναντι της ιστορίας.
Περιώνυμοι σύγχρονοι ορθόδοξοι θεολόγοι και διεθνούς φήμης θρησκειολόγοι εκπροσωπούν την άποψη ότι ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία, αλλά εκκλησία που έχει στοιχεία θρησκευτικότητας χωρίς όμως ποτέ να ταυτίζεται ολοκληρωτικά και δίχως να εξαντλείται αποκλειστικά στο θρησκευτικό φαινόμενο. Η οροθετική γραμμή μεταξύ εκκλησίας και θρησκείας είναι το θεμελιακό για την εκκλησία γεγονός που λέγεται και είναι ο Ιησούς Χριστός, Υιός και Λόγος του Θεού.
Κάθε θρησκεία εντάσσεται στον θεοκεντρισμό, δηλαδή στην πεποίθηση ότι το θείο, ο Θεός ή οι θεότητες είναι το κέντρο της πραγματικότητας.
Η αρνησιθρησκία, δηλαδή το ευρύτατο φάσμα αντιλήψεων που κυμαίνονται από τον θρησκευτικό αδιαφορισμό και τον αγνωστικισμό μέχρι τον δεϊσμό και τον αθεϊσμό, επικεντρώνεται στον ανθρωποκεντρισμό με την έννοια ότι ο άνθρωπος εννοείται ως άτομο και πιστεύεται ότι είναι το κέντρο σύνολης της ζωής αποκλειστικά κατά την κλασική επιταγή του ανθρωπισμού «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» ή «ως χαρίεν άνθρωπος όταν άνθρωπος η».
Ο χριστιανισμός όμως ως εκκλησία, είναι χριστοκεντρικός, δηλαδή θεανθρώπινος, υπογραμμίζοντας την ασύγχυτη ένωση θείου και ανθρωπίνου, έτσι ώστε ο Ιωάννης Δαμασκηνός να αναφωνεί εμφαντικά ότι «ουδέν καινόν υπό τον ήλιον» εκτός από το ότι «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» σε ρητή αντίθεση προς την πάγια πλατωνική θέση που εκτίθεται αριστουργηματικά στο «Συμπόσιον» κατά την οποία «θεός δε ανθρώπω ου μείγνυται».
Ταυτότητα της εκκλησίας είναι ο θεανθρωπισμός που κείται πέρα από τον θεϊσμό της θρησκείας και μακριά από τον ανθρωπισμό του κόσμου. Η χριστοκεντρικότητα συνιστά το «είναι» της εκκλησίας και την κάνει να διαφέρει τόσο από τον περιεκτικό και μονομερή θεοκεντρισμό της θρησκειοποίησης όσο και από τον αποκλειστικό και μονοδιάστατο ανθρωποκεντρισμό της εκκοσμίκευσης.
Η σχέση εκκλησίας και θρησκείας διαφοροποιείται με πάμπολλους τρόπους και τεκμαίρεται τόσο θεολογικά όσο και θρησκειολογικά.
Μεγαλύτερος αντίπαλος της εκκλησίας είναι η θρησκεία και όχι ο κόσμος. Η έκπτωση της εκκλησίας σε θρησκεία λέγεται θρησκειοποίηση, ενώ η διαστρέβλωση της εκκλησίας σε κόσμο αποκαλείται εκκοσμίκευση. Η θρησκειοποίηση είναι απείρως πιο απειλητική από την εκκοσμίκευση. Η θρησκειοποίηση της εκκλησίας είναι ανεπαίσθητη και απατηλή, ενώ η εκκοσμίκευσή της καθίσταται αμεσότερα πρόδηλη.
Η αίρεση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έκπτωση της εκκλησίας σε θρησκεία με την συνακόλουθη απώλεια της χριστοκεντρικότητας κατά το δόγμα της Χαλκηδόνας και την ανισορροπία μεταξύ θείου και ανθρωπίνου που συμβαίνει άλλοτε προς την μια κατεύθυνση, όπως είναι ο μονοφυσιτισμός με τον υπερτονισμό του θείου σε βάρος του ανθρωπίνου, και άλλοτε πάλι -σπανιότερα, είναι αλήθεια!- προς την άλλη κατεύθυνση σαν τον νεστοριανισμό με τον υπερτονισμό του ανθρωπίνου παράγοντα και τη συνακόλουθη υποτίμηση του θείου.
Ο ρωμαιοκαθολικισμός με την υπερέξαρση του ιδρυματικού και νομικίστικου στοιχείου ενθυμίζει μονοφυσιτισμό με τον υπερτονισμό του θείου έναντι του ανθρωπίνου στον Χριστό. Ο προτεσταντισμός πάλι με τον εγγενή ατομικισμό και τον έμφυτο υποκειμενισμό πλησιάζει τον νεστοριανισμό που υπερτονίζει το ανθρώπινο σε βάρος του θείου στοιχείου διαταράσσοντας την ισορροπία του θεανθρωπίνου. Η εκκλησία διαρκώς κινδυνεύει από την ανισορροπία θείου και ανθρωπίνου στο θεανδρικό του Χριστού.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η μεγαλύτερη αίρεση της εκκλησίας ήταν ο μονοφυσιτισμός με την υπερέξαρση του θείου σε βάρος του ανθρωπίνου. Αποτελεί αξιοπρόσεκτη ιστορική παρατήρηση ότι το Ισλάμ άνθισε σε επικράτειες μονοφυσιτικές, επειδή ακριβώς η απόλυτη υπερβατικότητα του θείου χαρακτηρίζει τον μουσουλμανισμό, ο οποίος αγνοεί βεβαίως την ενανθρώπηση.
Η Ορθοδοξία της Χαλκηδόνας προσφέρει στην εκκλησία τον μίτο της Αριάδνης και τη λυδία λίθο προκειμένου να διατηρήσει αλώβητη την ταυτότητα της ως θεανθρωπισμός πέρα από τα δύο άκρα της θρησκειοποίησης στον μονοφυσιτισμό και τον ρωμαιοκαθολικισμό και της εκκοσμίκευσης στον νεστοριανισμό και στον προτεσταντισμό.
Ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία, αλλά έχει θρησκεία. Το «είναι» του χριστιανισμού ανήκει στην εκκλησία και μόνον το «έχειν» του αφορά στην θρησκεία. Μπορεί καθένας να βρει στον χριστιανισμό όση και όποια θρησκεία επιθυμεί ή χρειάζεται (δόγμα, άσκηση, μυστικισμό, λατρεία κ.λπ.), αλλά η πεμπτουσία του χριστιανισμού είναι μόνον ο Χριστός που είναι η εκκλησία.
Όπως ακριβώς μπορεί οποιοσδήποτε να βρει στον χριστιανισμό όσον κόσμο θέλει, π.χ. πολιτισμό, δίκαιο, φιλολογία, τέχνη κ.λπ., αλλά ο κόσμος είναι δευτερεύον στοιχείο της εκκλησίας, η οποία είναι «εν τω κόσμω» χωρίς ποτέ να είναι «εκ του κόσμου». Θρησκεία και κόσμος είναι οι δύο πόλοι ανάμεσα στους οποίους η εκκλησία διαρκώς αιωρείται χωρίς ποτέ να ταυτίζεται με κανέναν από αυτούς τους δύο, παρόλο που διαρκώς αναφέρεται και σχετίζεται μαζί τους.
Οι συμπληγάδες πέτρες ανάμεσα στις όποιες αενάως και αιωνίως πορεύεται η εκκλησία είναι η Χάρυβδη του κόσμου και η Σκύλλα της θρησκείας. Ο άθεος κόσμος και η ένθεη θρησκεία δεν ταυτίζονται με την θεανθρώπινη εκκλησία του Χριστού.
Επειδή ακριβώς η θρησκεία έχει μέσα της το θείο, γι’ αυτό πάρα πολύ εύκολα συγχέεται με την εκκλησία. Η διαφορά εκκλησίας - κόσμου είναι ορατή και ευδιάκριτη, αλλά η διαφορά εκκλησίας - θρησκείας είναι αόρατη και δυσδιάκριτη. Με αυτήν την έννοια θεωρείται η θρησκεία ότι είναι πολύ μεγαλύτερη απειλή για την εκκλησία από ο,τι ο κόσμος.
Η εκκοσμίκευση είναι ευκολότερα αντιμετωπίσιμη από την θρησκειοποίηση της εκκλησίας. Για παράδειγμα, διαχωρίζουμε αμέσως την ορθοδοξία από την ετεροδοξία (ρωμαιοκαθολικισμός, προτεσταντισμός), αλλά δυσκολευόμαστε αφάνταστα στο να διαφοροποιήσουμε την ορθοδοξία από τον «ορθοδοξισμό», είτε του ευσεβισμού είτε του «γεροντισμού» είτε του παλαιοημερολογητισμού, είτε οποιουδήποτε καινοφανούς φονταμενταλισμού μέσα στις παραδοσιακά ορθόδοξες επικράτειες.
* * *
Ο «ορθοδοξισμός» είναι η θρησκειοποίηση της ορθοδοξίας. Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι δεν αντιλαμβανόμαστε ότι οι δήθεν «υπέρ-ορθόδοξοι» είναι ουσιαστικά ανορθόδοξοι και αντορθόδοξοι, όπως στην πολιτική οι εκάστοτε «υπέρ-επαναστάτες» αποδεικνύονται στ’ αλήθεια αντεπαναστάτες.
Η θεολογία ως συνείδηση της εκκλησίας χρεώνεται το καθήκον να φωτίσει τις συνειδήσεις των ορθοδόξων και να συνδράμει την ιεραρχία, ώστε να διακριθεί η ήρα του ορθοδοξισμού από το στάρι της ορθοδοξίας.
Author | ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΟΥ ΣΟΥΡΟΖ (ANTHONY BLOOM) |
---|---|
3D Thumbnail | /t/o/touxristou_12x17.png |